- τράπα
- και τράπη, η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια τραπίδες τής τάξης μυρτώδη και περιλαμβάνει 3-4 είδη μονοετών υδρόβιων φυτών τα οποία είναι ιθαγενή τής Ευρώπης, τής Ασίας και τής Αφρικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. trapa, -ae].
Dictionary of Greek. 2013.