τράπα

τράπα
και τράπη, η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια τραπίδες τής τάξης μυρτώδη και περιλαμβάνει 3-4 είδη μονοετών υδρόβιων φυτών τα οποία είναι ιθαγενή τής Ευρώπης, τής Ασίας και τής Αφρικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. trapa, -ae].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… …   Dictionary of Greek

  • διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • αεροφόρα φυτά — Φυτά, κυρίως υδρόβια, που φέρουν εξογκώσεις γεμάτες από αέρα, με τις οποίες κατορθώνουν να επιπλέουν. Τέτοιο φυτό είναι η τράπα η νηχομένη με φύλλα και βλαστούς αεροφόρους, που επιπλέουν, γνωστή στην Ελλάδα ως τριβολοκρατήλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”